καταπρακτικόν

καταπρακτικόν
καταπρακτικός
fitted for accomplishing
masc acc sg
καταπρακτικός
fitted for accomplishing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταπρακτικός — καταπρακτικός, ή, όν (Α) 1. ικανός στο να εκτελέσει κάτι, αυτός που βάζει σε εφαρμογή κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ καταπρακτικόν επωδή, ξόρκι που λεγόταν για σίγουρη εκπλήρωση ενός πόθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρακτικός (< πρακτικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”